- λεπτοσπάθιον
- λεπτο-σπάθιον [ᾰ], τό,A thin spatula, Cass.Fel.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοσπάθιον — λεπτοσπάθιον, τὸ (Α) λεπτή, μικρή σπάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σπαθίον (< σπάθη)] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek